δαϊκτής

δαϊκτής
δαΐκτής, ο (Α) [δαΐζω (Ι)]
καταστρεπτικός («δαϊκτής φθόνος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοδαΐκτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που καταστρέφει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δαϊκτής (< δαΐζω «κατακόπτω, φονεύω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”